καϊνίτης ή καινίτης

καϊνίτης ή καινίτης
Ορυκτό της ομάδας των σύμπλοκων θειούχων με χημικό τύπο KClMg(SO4).3H2O. Η ονομασία του προέρχεται από την ελληνική λέξη καινός, δηλαδή νέος. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα και σχηματίζει συνήθως πυκνές κοκκώδεις μάζες και σπανιότερα επίπεδους ή πρισματικούς κρυστάλλους. Το χρώμα του είναι κιτρινωπό ή λευκό προς το τεφρό και μερικές φορές ερυθρωπό. Η σκληρότητά του στην ορυκτολογική κλίμακα είναι 2,5-3 και η πυκνότητά του 2,15 gr/cm3. Υγροποιείται όταν εκτεθεί σε υγρό αέρα, διαλύεται στο νερό και η γεύση του είναι πικρή και αλμυρή. Το ορυκτό αυτό σχηματίζεται σε κοιτάσματα τα οποία περιέχουν άλατα και χρησιμοποιείται ως χημικό, καλιούχο-θειικό λίπασμα και στην παραγωγή μεικτών λιπασμάτων. Τα σημαντικότερα κοιτάσματα κ. βρίσκονται στο Στράσφουρτ της Γερμανίας, στην Ουκρανία, στο Κάλιτς της Πολωνίας και στο Τέξας των ΗΠΑ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καϊνίτης — ο (ορυκτ.) ένυδρο θειικό ορυκτό τού χλωριούχου μαγνησίου και καλίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. kainite < kain (πρβλ. καινός) + ite (πρβλ. ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • κάλιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Κ. Ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλκαλικών μετάλλων, έχει ατομικό αριθμό 19, ατομική μάζα 39,1 και τρία σταθερά ισότοπα. Είναι γνωστό και ως ποτάσιο ή κάλι (καυστικό) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”